καθοπλισμοῦ

καθοπλισμοῦ
καθοπλισμός
arming
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • προλυμαίνομαι — Α φθείρω, καταστρέφω προηγουμένως («πολυμηνάμενοι καὶ συγχέαντες τὸ τοῡ καθοπλισμοῡ», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λυμαίνομαι «φθείρω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”